Εστιατόριο Πλάτανος: Κάτω Δρυς, Λάρνακα, τηλ: 24342160.
Όταν πήγαμε στον Κάτω Δρυ, στο κέντρο «Πλάτανος» στο έμπα του χωριού, η Λευκωσία ψηνόταν και ίδρωνε, με θερμοκρασία στα ύψη και υγρασία τροπική. Είχαμε βέβαια σε όλη τη διαδρομή το κλιματιστικό αναμμένο, αλλά κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο το αεράκι του βουνού που φυσούσε, ήταν ακόμα πιο δροσερό από το εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Απίστευτη ανακούφιση, ήταν αυτό «που καρτερούμε μέρα νύχτα» όπως υπέροχα τραγουδάει ο Νταλάρας. Καθίσαμε λοιπόν στη μικρή πλατεία (γιατί αυτό είναι η αυλή της ταβέρνας, μια πλακόστρωτη πλατεία) κάτω από τον τεράστιο πλάτανο που δεσπόζει στο κέντρο της.
Παρόλο που ήταν καθημερινή, πολλά τραπεζάκια πιασμένα - καλό σημάδι. Είμαστε καλεσμένοι και όπως μας ομολόγησε ο οικοδεσπότης της βραδιάς είχε από νωρίς ζητήσει από τον μαγαζάτορα να φτιάξει για μας κάτι «σπέσιαλ», για να πάρει την απάντηση «θα κάνω ό,τι κάνω για όλους και αν δεν ικανοποιηθείτε, μου το λες ύστερα». Άρνηση κοφτή, που υπονοούσε με αυτοπεποίθηση ότι τη δουλειά του την ξέρει. Και πόσο είχε δίκιο ο Μιχάλης Ανδρέου - έτσι ονομάζεται ο νέος μαγαζάτορας του Πλάτανου.
Μέχρι πριν μερικούς μήνες είχε το κέντρο «Μεγάλη Βρετανία» στο ιστορικό ξενοδοχείο των γειτονικών Λευκάρων που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η συγκυρία το έφερε όμως και ο υπέροχος «Πλάτανος» έψαχνε νέο διευθυντή, έτσι μετακόμισε την τέχνη του εδώ. Μάλιστα, όταν του ζητήσαμε να «κόψει» λίγα από τα ορεκτικά για να μη χορτάσουμε και μείνουν τα ψητά ανέγγιχτα, όπως συνήθως συμβαίνει, η μόνη του υποχώρηση ήταν ότι θα έφερνε την αλληλουχία τους γρήγορα, παίρνοντας από το τραπέζι ό,τι δεν θέλαμε για να βάλει τα επόμενα.
Όταν όμως άρχισαν να φτάνουν οι μεζέδες… τι να φύγει και τι να μείνει; Όλοι υπέροχοι, σπιτίσιοι, ολόφρεσκοι και πραγματικά νόστιμοι.
Τι να πεις να φύγει, τι να μη μείνει; Οι ραβιόλες, τα λουκάνικα, οι ποικίλες σαλάτες, τα βουτήγματα, ο λευκαρίτικος (συγνώμη Κατωδρύτικος) ταβάς (έγινε μεγάλη συζήτηση επί του θέματος), το πιλάφι πλιγούρι το πεντανόστιμο, τα, τα, τα…
Πού τα χωρέσαμε όλα κείνα είναι πράγμα ανεξήγητο, όμως βρήκαμε ύστερα και χώρο για να τιμήσουμε και το απίστευτα τρυφερό κλέφτικο, τη σούβλα, τα σουβλάκια, το κοτόπουλο, τα σεφταλιά… Ίσως (δικαιολογία) ο δροσερός αέρας να μας άνοιξε την όρεξη.
Κι έτσι για την ιστορία, ο Μιχάλης Ανδρέου, που κατάγεται από τον Άγιο Αμβρόσιο κι έφτασε πρόσφυγας στα Λεύκαρα, από τα έντεκά του χρόνια συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα της πολύτεκνης οικογένειάς του δουλεύοντας σε ταβέρνα. (Κι ας μην είναι Λευκαρίτης ή Κατωδρύτης, ο ταβάς του ήταν από τους καλύτερους που έχω φάει).
Της Νίνας Θεοχαρίδου στο Down Town
Όταν πήγαμε στον Κάτω Δρυ, στο κέντρο «Πλάτανος» στο έμπα του χωριού, η Λευκωσία ψηνόταν και ίδρωνε, με θερμοκρασία στα ύψη και υγρασία τροπική. Είχαμε βέβαια σε όλη τη διαδρομή το κλιματιστικό αναμμένο, αλλά κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο το αεράκι του βουνού που φυσούσε, ήταν ακόμα πιο δροσερό από το εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Απίστευτη ανακούφιση, ήταν αυτό «που καρτερούμε μέρα νύχτα» όπως υπέροχα τραγουδάει ο Νταλάρας. Καθίσαμε λοιπόν στη μικρή πλατεία (γιατί αυτό είναι η αυλή της ταβέρνας, μια πλακόστρωτη πλατεία) κάτω από τον τεράστιο πλάτανο που δεσπόζει στο κέντρο της.
Παρόλο που ήταν καθημερινή, πολλά τραπεζάκια πιασμένα - καλό σημάδι. Είμαστε καλεσμένοι και όπως μας ομολόγησε ο οικοδεσπότης της βραδιάς είχε από νωρίς ζητήσει από τον μαγαζάτορα να φτιάξει για μας κάτι «σπέσιαλ», για να πάρει την απάντηση «θα κάνω ό,τι κάνω για όλους και αν δεν ικανοποιηθείτε, μου το λες ύστερα». Άρνηση κοφτή, που υπονοούσε με αυτοπεποίθηση ότι τη δουλειά του την ξέρει. Και πόσο είχε δίκιο ο Μιχάλης Ανδρέου - έτσι ονομάζεται ο νέος μαγαζάτορας του Πλάτανου.
Μέχρι πριν μερικούς μήνες είχε το κέντρο «Μεγάλη Βρετανία» στο ιστορικό ξενοδοχείο των γειτονικών Λευκάρων που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η συγκυρία το έφερε όμως και ο υπέροχος «Πλάτανος» έψαχνε νέο διευθυντή, έτσι μετακόμισε την τέχνη του εδώ. Μάλιστα, όταν του ζητήσαμε να «κόψει» λίγα από τα ορεκτικά για να μη χορτάσουμε και μείνουν τα ψητά ανέγγιχτα, όπως συνήθως συμβαίνει, η μόνη του υποχώρηση ήταν ότι θα έφερνε την αλληλουχία τους γρήγορα, παίρνοντας από το τραπέζι ό,τι δεν θέλαμε για να βάλει τα επόμενα.
Όταν όμως άρχισαν να φτάνουν οι μεζέδες… τι να φύγει και τι να μείνει; Όλοι υπέροχοι, σπιτίσιοι, ολόφρεσκοι και πραγματικά νόστιμοι.
Τι να πεις να φύγει, τι να μη μείνει; Οι ραβιόλες, τα λουκάνικα, οι ποικίλες σαλάτες, τα βουτήγματα, ο λευκαρίτικος (συγνώμη Κατωδρύτικος) ταβάς (έγινε μεγάλη συζήτηση επί του θέματος), το πιλάφι πλιγούρι το πεντανόστιμο, τα, τα, τα…
Πού τα χωρέσαμε όλα κείνα είναι πράγμα ανεξήγητο, όμως βρήκαμε ύστερα και χώρο για να τιμήσουμε και το απίστευτα τρυφερό κλέφτικο, τη σούβλα, τα σουβλάκια, το κοτόπουλο, τα σεφταλιά… Ίσως (δικαιολογία) ο δροσερός αέρας να μας άνοιξε την όρεξη.
Κι έτσι για την ιστορία, ο Μιχάλης Ανδρέου, που κατάγεται από τον Άγιο Αμβρόσιο κι έφτασε πρόσφυγας στα Λεύκαρα, από τα έντεκά του χρόνια συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα της πολύτεκνης οικογένειάς του δουλεύοντας σε ταβέρνα. (Κι ας μην είναι Λευκαρίτης ή Κατωδρύτης, ο ταβάς του ήταν από τους καλύτερους που έχω φάει).
Της Νίνας Θεοχαρίδου στο Down Town